- ναυηγίῃ
- ναυαγίαshipwreckfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυηγίη — ναυηγίη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. ναυαγία … Dictionary of Greek
ναυηγίη — ναυαγία shipwreck fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυαγία — και ιων. τ. ναυηγίη, ἡ (Α) [ναυαγός] συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο («ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek